Μετά
τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επικρατούσαν μελαγχολία
και κατήφεια. Από το 1920 και για μια δεκαετία δεν γινόταν καρναβάλι
στην Αθήνα, παρά μόνο αποκριάτικοι χοροί που συνδύαζαν τη φιλανθρωπία με
την ψυχαγωγία. Οι Αθηναίοι του μεσοπολέμου φορώντας φράκα και
τουαλέτες το είχαν ρίξει στον χορό πάνω στα παρκέ και κόντευαν να
ξεχάσουν τα γλέντια στους δρόμους και στις γειτονιές. Ωσπου το 1931 το Κομιτάτο της Αποκριάς είχε την ιδέα να αναβιώσει την παλιά αθηναϊκή Αποκριά.
Στην παλιά Αθήνα, στις γειτονιές του Ψυρρή και της Πλάκας, ξαναζωντανεύει η Αποκριά του παλιού καιρού με φουστανέλες, σουραύλια, πίπιζες, ζουνάρια και φέσια καπετανέικα, λυχνάρια αθηναίικα με τα πέντε φιτίλια, με στολισμένες ταβέρνες να συναγωνίζονται ποια θα είναι η καλύτερη, με γιορτινά σπίτια αρματωμένα με χράμια, στρωσίδια του αργαλειού κι όλα τα προικιά, με κεράσματα στους μασκαράδες, τους μακαντάσηδες, τους γλεντοκόπους, με το γαϊτανάκι, την γκαμήλα, το αλογάκι, τα ρόπαλα, με θιάσους φασουλήδων, με τον ποιητή του κάρου και τις μουσικές του δήμου και της φρουράς.
Το Κομιτάτο της Αποκριάς που διοργανώνει τη μεγάλη γιορτή είναι μια μεικτή επιτροπή από τον Οργανισμό Τουρισμού, με διευθυντή τον Κοκό Μελά και τμηματάρχη τον Στέλιο Χιλιαδάκη, τον Δήμο Αθηναίων –δήμαρχος τότε ο Σπύρος Μερκούρης–, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και κατοίκους της Πλάκας και του Ψυρρή. Για να δώσει κίνητρο προκηρύσσει χρηματικά βραβεία και επαίνους. Συναγερμός στην Πλάκα και στου Ψυρρή, που για δυο μέρες ξαναζωντανεύουν τα παλιά μεγαλεία, τα παλιά ζέφκια, οι παλιοί καημοί, οι παλιοί τύποι και τα παλιά αθηναϊκά τραγούδια.
Ταβέρνες, καφενεία και μαγειριά στολίζονται με κιλίμια, φλοκάτες και παλιά αθηναίικα ταγάρια, τσότρες, τσίτσες και φλασκιά, γλόμπους, σημαιούλες και πολύχρωμα χαρτιά. Στα τραπέζια λαδολύχναρα και τα μεγάλα αθηναϊκά λυχνάρια με τα πέντε φιτίλια και στους τοίχους κρεμιούνται φοινικόκλαδα, καριοφίλια, κουμπούρια, σπαθιά, γιαταγάνια και μαυρομάνικα μαχαίρια σταυρωτά, φέσια κόκκινα με μακριά φούντα και οι εικόνες των ηρώων του Ψυρρή και των τύπων της Πλάκας.
Η εμφάνιση των σμόκιν και των μονόκλ
Οι ταβερνόβιοι της Πλάκας και του Ψυρρή θα ανεχτούν σιωπηλά τη βεβήλωση. Μπόρα είναι, θα περάσει. Γιατί και σμόκιν θα κάνουν την εμφάνισή τους και μονόκλ και γαλλικά θ’ ακουστούν «Ον μπουά ντι ρεζινέ, μα σερ» από τους σαχλέ ολέ που πίνουν τη ρεζινέ κομμένη με σόδα. Εκεί που ίσαμε χτες έπινε ένας μονάχος του, σήμερα στριμώχνονται πενήντα. Από το αποκριάτικο γλέντι θα λείπει ο μερακλωμένος που περιφρονεί την πλάση όλη και τα έγκατα της γης, που μπορεί πάνω στο ντέρτι του «να τραβήξει τον χαλκά της γης ν’ αναποδογυρίσει το σύμπαν», ο ασίκης με το ζωνάρι, το παλικάρι κι ο γεροντόμαγκας. Αυτοί θα εμφανιστούν σε σαράντα οχτώ ώρες που θα ’χει περάσει η φουρτούνα.
Οι μεζέδες είναι ελιές θρούμπες, που οι παλιοί τις λέγανε βελάνια, στουμπιστές μπεκάτσες (δηλαδή στουμπιστά κρεμμύδια που ήταν έδεσμα των φτωχών κρασοπατέρων), μαρίδες του Φαλήρου και μπακαλιαράκια στο τηγάνι, σπιτικό ψωμί σταρένιο, σουβλιστό αρνί, κοκορέτσι και λουκάνικα. Μαζί με την κνίσα από τη σούβλα και το τηγάνι ανακατεύονται στον αέρα ήχοι από σουραύλια, νταούλια, πίπιζες, ζουρνάδες, κλαρίνα, φλογέρες, τουμπελέκια, λατέρνες, μπουζούκια, κιθάρες, μαντολίνα και κουδούνια κομπλέ, δηλαδή χορωδίες πρίμο, τενόρο, σεκόντο, βαρύτονο και μπάσο που λένε παλιά αθηναίικα τραγούδια.
Αχ για θυμήσου και για πες
πόσες με γέλασες βραδιές
και μες στα ξημερώματα
φωνές και μαχαιρώματα.
Το κρασί ρέει άφθονο, ρετσίνα και κοκκινέλι, όπως τον παλιό καιρό που οι κρασοπατέρες σταμάταγαν το πιόμα το χάραμα, όταν εμφανιζόταν ο σαλεπιτζής.
Από το γιοματάρι
φέρνε, παιδί, και κέρνα.
Βαράτε τη λατέρνα,
κάθε καημός και πόνος
ας τυλιχτεί κι ας σβήσει,
με τους καημούς αντάμα
και της ψυχής το κλάμα
μες στο ποτήρι ας σβήσει.
Οι αυλές των σπιτιών καθαρές, στολισμένες και φωτισμένες δέχονται παρέες μασκαρεμένων, γνωστών και άγνωστων, γανωμένων όπως γινόταν παλιά, και οι νοικοκυρές τους κερνάνε. Στα μπαλκόνια, τα χαγιάτια και στις αυλές απλώνονται κιλίμια, χράμια, κεντημένα στρωσίδια, μπατανίες, κουβέρτες, λαχούρια, κοντογούνια, σημαίες, σημαιούλες, βεντάλιες και επιγραφές που χαιρετούν τους διαβάτες. Στα καλάθια λουλούδια, χαρτοπόλεμος και σερπαντίνες. Οι νοικοκυραίοι ντύνονται τα καλά τους και οι γυναίκες του σπιτιού παραδοσιακές φορεσιές.
Το αδιαχώρητο σε Πλάκα και Ψυρρή
Στους δρόμους και στις ταβέρνες του Ψυρρή και της Πλάκας επικρατεί το αδιαχώρητο. Γέλια, φωνές, σκουντήματα, πειράγματα, τραγούδια, σερπαντίνες, πανζουρλισμός. Κι ανάμεσα στους γλεντοκόπους ο Πορφύρας, ο Καμπούρογλου, ο Τίμος Μωραϊτίνης, η Ελένη Παπαδάκη, ο Αιμίλιος Βεάκης κι άλλοι γνωστοί άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης.
Μέσα στην ανθρωποπλημμύρα ξεχωρίζουν οι μασκαράδες. Γενοβέφες, ιππότες, πιερότοι, κολομπίνες… Ενας Πλακιώτης έχει ντυθεί κακούργα πεθερά. Είναι πρόσφατο το άγριο φονικό του Αθανασόπουλου από την πεθερά του Αρτεμη Κάστρου. Ο Πλακιώτης ανακηρύσσεται Αρτε-Μις Πεθερά 1931.
Ο ποιητής του κάρου, μια φιγούρα με πολλά γένια, πολλά μαλλιά και μεγάλη γραβάτα, απαγγέλλει τους σατιρικούς στίχους του κι κόσμος στριμώχνεται γύρω από το κάρο για ν’ ακούσει:
Κι η παλιά εφημερίδα
που ’χε χίλιες δυο ειδήσεις,
μα και δεκαέξι φύλλα
που μπορούσες να σαστίσεις.
Με μια μόνη πενταρίτσα
είχες τέλειο ραβαΐσι.
Διάβαζες όλη τη μέρα
κι έκανες και άλλη χρήση.
Ο ποιητής του κάρου είναι φόρος τιμής στον Παναγιώτη Θεοδοσίου, έναν αμίμητο τύπο της παλιάς Αθήνας, που όταν πέρναγε με τον αραμπά και την κωμική συνοδεία του, οι νοικοκυρές, οι καταστηματάρχες, οι υπηρέτριες και τα παραπαίδια, όλοι παρατούσαν τις δουλειές τους για ν’ απολαύσουν το θέαμα. Και πίσω από τον αραμπά έτρεχαν οι γαβριάδες. Ο Θεοδοσίου δεν ήταν άνθρωπος. Ηταν κέφι.
Οι καρδιές των νοσταλγών χτυπάνε πιο γρήγορα μόλις εμφανίζεται ο Αράπης με την άσπρη σκούφια και την άσπρη ποδιά –μαύρος γνήσιος, καλός, γελαστός, με τον ίδιο ήχο φωνής και τα ίδια αστεία του– και η Γκαμήλα. Η Γκαμήλα υπήρξε το έμβλημα της αθηναϊκής αποκριάς.
Φτιαχνόταν από σαγόνι αλόγου, ξύλα, προβιές και χαλιά. Ηταν η χαρά των πιτσιρικάδων που χώνονταν από κάτω και τη ζωντάνευαν κάνοντάς τη να χορεύει, να τρέχει, ν’ αρπάζει τα καπέλα των περαστικών. Ο γκαμηλιέρης τραγουδούσε:
Πορτοκάλι ψάρεψε,
βρε κυρα-νταρντάνα.
Το γλέντι δίνει και παίρνει στα ταβερνάκια της Πλάκας και του Ψυρρή. Είναι ξημερώματα και αντί να λιγοστεύει, δυναμώνει. Στον Μωραΐτη, την υπόγεια ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη στην οδό Αριστοφάνους, σατιρίζουν τα καλλιστεία που έγιναν πρόσφατα και που η εκλογή των διάφορων «μις Κοκκινιά», «μις Παγκράτι» κ.λπ. μέχρι βγει η «μις Ελλάς», απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα. Βραβεύουν τη ρετσίνα του Κοντοβαζενίτη «μις Ρετσίνα» και ύστερα τη βγάζουν «μις Σταφύλιος» γιατί είναι η πιο αγνή απ’ όλες.
Μα κι η ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη ήταν η καλύτερη απ’ όλες τις ταβέρνες του Ψυρρή. Πήρε μάλιστα και βραβείο για την ομορφιά της. Εκτός από την παλιά τοιχογραφία του Διογένη με το πιθάρι του, ο Κοντοβαζενίτης στόλισε την ταβέρνα του με οπλοθήκες ολόκληρες με καριοφίλια, γιαταγάνια, τσότρες, λυχνάρια, κατέβασε τις φωτογραφίες των διάφορων «μις» και κρέμασε εικόνες πολιτικών, έβαλε χωμάτινα πιάτα και για μεζέ είχε γουρουνίσια πηχτή.
Τις τελευταίες ώρες της τελευταίας Κυριακής της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς ακουγόταν το δίστιχο:
Μασκαράδες και πολίται,
στις Κολώνες να βρεθείτε!
που προσκαλούσε τους γλεντζέδες να βρεθούν την Καθαρή Δευτέρα στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Και τότε μασκαράδες και πολίτες εύχονταν:
Και του χρόνου καλύτερα!
Οι εφημερίδες γράφουν
Είχε επιτυχία η αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς; Δεν είχε; Οι εφημερίδες έγραψαν πολλά. Οι περισσότερες δηλαδή, γιατί υπήρξαν κι άλλες που απαξίωσαν το πανηγύρι με τηλεγραφικά κείμενα. Την καλύτερη αποτίμηση έκανε στη στήλη του ο ανεπανάληπτος Τζογές της «Βραδυνής».
Το μνημόσυνο!
Λοιπόν. Ξέρετε τι κάνανε χτες και προχτές οι Αθηναίοι στην Πλάκα και στου Ψυρρή; Δεν γιορτάσανε, κύριοι, τις απόκριες, δεν γιορτάσανε τα κάλλη της Πλάκας και του αλησμόνητου Ψυρρή, δεν ξανάζησε η Αθήνα μέσα στης Πλάκας τα στενά και κάτω από τα χαγιάτια. Δεν έγινε τίποτα το χαρμόσυνο. Ο,τι έγινε, έγινε με κλάμα, με πόνο, με παράπονο και πίκρα. Εγινε ένα μνημόσυνο της τεθνεούσης προ χρόνια Παλιάς Αθήνας. Οι καντάδες ήτανε μοιρολόγια και το κρασί που χύθηκε στα στόματά μας ήταν η «παρηγοριά». Το στόλισμα των χαγιατιών και οι χοροί, οι παλιοί οι ελληνικοί, ήτανε τα κόλλυβα. Η επιτροπή του Τουρισμού μας κάλεσε με τις μνημόσυνους προσκλήσεις της να παραστούμε ευαρεστούμενοι στο μνημόσυνο της αείμνηστης Παλιάς Αθήνας μας, την οποία τόσο προώρως επήρε ο χάρος του μοντερνισμού και ο Σπάθης ανέλαβε να μας τονίσει την επιμνημόσυνο δέηση, το «Τραγούδι της Αποκριάς», το οποίο κατασπάραξε την καρδιά μας χάρη στη μελωδία της μουσικής και μας έκανε κι αρρωστήσαμε χάρη στην αρλούμπα των στίχων της, οφειλομένων εις τον εμπνευσμένον μετα-ποιητήν κ. Χιλιαδάκην (!)
Επιμνημοσύνους ψαλμούς έψαλον πολλοί άλλοι Αθηναίοι, μεταξύ των οποίων και ο Ψυρριώτης Φλέτα κ. Πέτρος Επιτροπάκης:
Που ’σαι, μικρή Παλιά μου Αθήνα,
που ’χες θεό σου τη ρετσίνα
κι έκρυβε η γλάστρα δυο ματάκια
σαν άστρα
που πέταγαν φωτιές.
Που ’ν’ τα παλιά της Πλάκας κοριτσάκια
που σαν αφήναν το σκολειό,
τα ’βλεπες πίσω από τα κουρτινάκια
να κάθονται στον αργαλειό
και τα φαιδρά τους κι ασημένια γέλια
με μιαν ελπίδα τους γλυκιά
κι αυτά να πλέκουν εις τα κοπανέλια
στα φτωχικά τους τα προικιά.
Κι ύστερα ο άλλος σπαραχτικός επιμνημόσυνος ψαλμός της Πλάκας:
Χτίζουνε στα μπαλκόνια της
φωλιές τα χελιδόνια της
και πάνω από το Κάστρο της
τον Παρθενώνα έχει γι’ άστρο της.
Κι όταν σιγοψιχαλίζει
τα βασιλικά ποτίζει.
Ο Τζογές
Δημοσιεύτηκε στη «Στήλη του Τζογέ» τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1931.
Σημειώσεις
• Ο Στέλιος Χιλιαδάκης ήταν τμηματάρχης του Οργανισμού Τουρισμού, ο οποίος Οργανισμός μαζί με τον Δήμο Αθηναίων, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, Ψυρριώτες και Πλακιώτες αποτελούσαν το Κομιτάτο της Αποκριάς. Ο Χιλιαδάκης έγραψε τους στίχους του Τραγουδιού της Αποκριάς και μάνι μάνι τσίμπησε το βραβείο που ήταν 1.500 δραχμές. Καθόλου λίγα!
Οπως λέει ο Τζογές, εκείνο που άξιζε από το Τραγούδι της Αποκριάς ήταν η μελοποίηση που έκανε ο Θ. Σπάθης (καθώς και η εκτέλεση που έκανε η χορωδία υπό τη διεύθυνσή του). Αλλά σώζονται μόνο οι αρλούμπες των στίχων με τους άπραγους νιους και τις βαριές κληματαριές, που βέβαια χειμωνιάτικα δεν ήταν βαριές γιατί δεν είχαν ούτε φύλλα ούτε τσαμπιά.
• Ο Φλέτα ήταν Ισπανός τενόρος που είχε έρθει στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1931 και έδωσε ρεσιτάλ.
• Ο Πέτρος Επιτροπάκης ήταν τενόρος, γέννημα θρέμμα του Ψυρρή.
Ο ποιητής του κάρου
Της Πλάκας οι κρασοπατέρες
Η περίφημη ταβέρνα του Φάντη στην Πλάκα
Πηγή: tetysolou.wordpress.com
Στην παλιά Αθήνα, στις γειτονιές του Ψυρρή και της Πλάκας, ξαναζωντανεύει η Αποκριά του παλιού καιρού με φουστανέλες, σουραύλια, πίπιζες, ζουνάρια και φέσια καπετανέικα, λυχνάρια αθηναίικα με τα πέντε φιτίλια, με στολισμένες ταβέρνες να συναγωνίζονται ποια θα είναι η καλύτερη, με γιορτινά σπίτια αρματωμένα με χράμια, στρωσίδια του αργαλειού κι όλα τα προικιά, με κεράσματα στους μασκαράδες, τους μακαντάσηδες, τους γλεντοκόπους, με το γαϊτανάκι, την γκαμήλα, το αλογάκι, τα ρόπαλα, με θιάσους φασουλήδων, με τον ποιητή του κάρου και τις μουσικές του δήμου και της φρουράς.
Το Κομιτάτο της Αποκριάς που διοργανώνει τη μεγάλη γιορτή είναι μια μεικτή επιτροπή από τον Οργανισμό Τουρισμού, με διευθυντή τον Κοκό Μελά και τμηματάρχη τον Στέλιο Χιλιαδάκη, τον Δήμο Αθηναίων –δήμαρχος τότε ο Σπύρος Μερκούρης–, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και κατοίκους της Πλάκας και του Ψυρρή. Για να δώσει κίνητρο προκηρύσσει χρηματικά βραβεία και επαίνους. Συναγερμός στην Πλάκα και στου Ψυρρή, που για δυο μέρες ξαναζωντανεύουν τα παλιά μεγαλεία, τα παλιά ζέφκια, οι παλιοί καημοί, οι παλιοί τύποι και τα παλιά αθηναϊκά τραγούδια.
Ταβέρνες, καφενεία και μαγειριά στολίζονται με κιλίμια, φλοκάτες και παλιά αθηναίικα ταγάρια, τσότρες, τσίτσες και φλασκιά, γλόμπους, σημαιούλες και πολύχρωμα χαρτιά. Στα τραπέζια λαδολύχναρα και τα μεγάλα αθηναϊκά λυχνάρια με τα πέντε φιτίλια και στους τοίχους κρεμιούνται φοινικόκλαδα, καριοφίλια, κουμπούρια, σπαθιά, γιαταγάνια και μαυρομάνικα μαχαίρια σταυρωτά, φέσια κόκκινα με μακριά φούντα και οι εικόνες των ηρώων του Ψυρρή και των τύπων της Πλάκας.
Η εμφάνιση των σμόκιν και των μονόκλ
Οι ταβερνόβιοι της Πλάκας και του Ψυρρή θα ανεχτούν σιωπηλά τη βεβήλωση. Μπόρα είναι, θα περάσει. Γιατί και σμόκιν θα κάνουν την εμφάνισή τους και μονόκλ και γαλλικά θ’ ακουστούν «Ον μπουά ντι ρεζινέ, μα σερ» από τους σαχλέ ολέ που πίνουν τη ρεζινέ κομμένη με σόδα. Εκεί που ίσαμε χτες έπινε ένας μονάχος του, σήμερα στριμώχνονται πενήντα. Από το αποκριάτικο γλέντι θα λείπει ο μερακλωμένος που περιφρονεί την πλάση όλη και τα έγκατα της γης, που μπορεί πάνω στο ντέρτι του «να τραβήξει τον χαλκά της γης ν’ αναποδογυρίσει το σύμπαν», ο ασίκης με το ζωνάρι, το παλικάρι κι ο γεροντόμαγκας. Αυτοί θα εμφανιστούν σε σαράντα οχτώ ώρες που θα ’χει περάσει η φουρτούνα.
Οι μεζέδες είναι ελιές θρούμπες, που οι παλιοί τις λέγανε βελάνια, στουμπιστές μπεκάτσες (δηλαδή στουμπιστά κρεμμύδια που ήταν έδεσμα των φτωχών κρασοπατέρων), μαρίδες του Φαλήρου και μπακαλιαράκια στο τηγάνι, σπιτικό ψωμί σταρένιο, σουβλιστό αρνί, κοκορέτσι και λουκάνικα. Μαζί με την κνίσα από τη σούβλα και το τηγάνι ανακατεύονται στον αέρα ήχοι από σουραύλια, νταούλια, πίπιζες, ζουρνάδες, κλαρίνα, φλογέρες, τουμπελέκια, λατέρνες, μπουζούκια, κιθάρες, μαντολίνα και κουδούνια κομπλέ, δηλαδή χορωδίες πρίμο, τενόρο, σεκόντο, βαρύτονο και μπάσο που λένε παλιά αθηναίικα τραγούδια.
Αχ για θυμήσου και για πες
πόσες με γέλασες βραδιές
και μες στα ξημερώματα
φωνές και μαχαιρώματα.
Το κρασί ρέει άφθονο, ρετσίνα και κοκκινέλι, όπως τον παλιό καιρό που οι κρασοπατέρες σταμάταγαν το πιόμα το χάραμα, όταν εμφανιζόταν ο σαλεπιτζής.
Από το γιοματάρι
φέρνε, παιδί, και κέρνα.
Βαράτε τη λατέρνα,
κάθε καημός και πόνος
ας τυλιχτεί κι ας σβήσει,
με τους καημούς αντάμα
και της ψυχής το κλάμα
μες στο ποτήρι ας σβήσει.
Οι αυλές των σπιτιών καθαρές, στολισμένες και φωτισμένες δέχονται παρέες μασκαρεμένων, γνωστών και άγνωστων, γανωμένων όπως γινόταν παλιά, και οι νοικοκυρές τους κερνάνε. Στα μπαλκόνια, τα χαγιάτια και στις αυλές απλώνονται κιλίμια, χράμια, κεντημένα στρωσίδια, μπατανίες, κουβέρτες, λαχούρια, κοντογούνια, σημαίες, σημαιούλες, βεντάλιες και επιγραφές που χαιρετούν τους διαβάτες. Στα καλάθια λουλούδια, χαρτοπόλεμος και σερπαντίνες. Οι νοικοκυραίοι ντύνονται τα καλά τους και οι γυναίκες του σπιτιού παραδοσιακές φορεσιές.
Το αδιαχώρητο σε Πλάκα και Ψυρρή
Στους δρόμους και στις ταβέρνες του Ψυρρή και της Πλάκας επικρατεί το αδιαχώρητο. Γέλια, φωνές, σκουντήματα, πειράγματα, τραγούδια, σερπαντίνες, πανζουρλισμός. Κι ανάμεσα στους γλεντοκόπους ο Πορφύρας, ο Καμπούρογλου, ο Τίμος Μωραϊτίνης, η Ελένη Παπαδάκη, ο Αιμίλιος Βεάκης κι άλλοι γνωστοί άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης.
Μέσα στην ανθρωποπλημμύρα ξεχωρίζουν οι μασκαράδες. Γενοβέφες, ιππότες, πιερότοι, κολομπίνες… Ενας Πλακιώτης έχει ντυθεί κακούργα πεθερά. Είναι πρόσφατο το άγριο φονικό του Αθανασόπουλου από την πεθερά του Αρτεμη Κάστρου. Ο Πλακιώτης ανακηρύσσεται Αρτε-Μις Πεθερά 1931.
Ο ποιητής του κάρου, μια φιγούρα με πολλά γένια, πολλά μαλλιά και μεγάλη γραβάτα, απαγγέλλει τους σατιρικούς στίχους του κι κόσμος στριμώχνεται γύρω από το κάρο για ν’ ακούσει:
Κι η παλιά εφημερίδα
που ’χε χίλιες δυο ειδήσεις,
μα και δεκαέξι φύλλα
που μπορούσες να σαστίσεις.
Με μια μόνη πενταρίτσα
είχες τέλειο ραβαΐσι.
Διάβαζες όλη τη μέρα
κι έκανες και άλλη χρήση.
Ο ποιητής του κάρου είναι φόρος τιμής στον Παναγιώτη Θεοδοσίου, έναν αμίμητο τύπο της παλιάς Αθήνας, που όταν πέρναγε με τον αραμπά και την κωμική συνοδεία του, οι νοικοκυρές, οι καταστηματάρχες, οι υπηρέτριες και τα παραπαίδια, όλοι παρατούσαν τις δουλειές τους για ν’ απολαύσουν το θέαμα. Και πίσω από τον αραμπά έτρεχαν οι γαβριάδες. Ο Θεοδοσίου δεν ήταν άνθρωπος. Ηταν κέφι.
Οι καρδιές των νοσταλγών χτυπάνε πιο γρήγορα μόλις εμφανίζεται ο Αράπης με την άσπρη σκούφια και την άσπρη ποδιά –μαύρος γνήσιος, καλός, γελαστός, με τον ίδιο ήχο φωνής και τα ίδια αστεία του– και η Γκαμήλα. Η Γκαμήλα υπήρξε το έμβλημα της αθηναϊκής αποκριάς.
Φτιαχνόταν από σαγόνι αλόγου, ξύλα, προβιές και χαλιά. Ηταν η χαρά των πιτσιρικάδων που χώνονταν από κάτω και τη ζωντάνευαν κάνοντάς τη να χορεύει, να τρέχει, ν’ αρπάζει τα καπέλα των περαστικών. Ο γκαμηλιέρης τραγουδούσε:
Πορτοκάλι ψάρεψε,
βρε κυρα-νταρντάνα.
Το γλέντι δίνει και παίρνει στα ταβερνάκια της Πλάκας και του Ψυρρή. Είναι ξημερώματα και αντί να λιγοστεύει, δυναμώνει. Στον Μωραΐτη, την υπόγεια ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη στην οδό Αριστοφάνους, σατιρίζουν τα καλλιστεία που έγιναν πρόσφατα και που η εκλογή των διάφορων «μις Κοκκινιά», «μις Παγκράτι» κ.λπ. μέχρι βγει η «μις Ελλάς», απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα. Βραβεύουν τη ρετσίνα του Κοντοβαζενίτη «μις Ρετσίνα» και ύστερα τη βγάζουν «μις Σταφύλιος» γιατί είναι η πιο αγνή απ’ όλες.
Μα κι η ταβέρνα του Κοντοβαζενίτη ήταν η καλύτερη απ’ όλες τις ταβέρνες του Ψυρρή. Πήρε μάλιστα και βραβείο για την ομορφιά της. Εκτός από την παλιά τοιχογραφία του Διογένη με το πιθάρι του, ο Κοντοβαζενίτης στόλισε την ταβέρνα του με οπλοθήκες ολόκληρες με καριοφίλια, γιαταγάνια, τσότρες, λυχνάρια, κατέβασε τις φωτογραφίες των διάφορων «μις» και κρέμασε εικόνες πολιτικών, έβαλε χωμάτινα πιάτα και για μεζέ είχε γουρουνίσια πηχτή.
Τις τελευταίες ώρες της τελευταίας Κυριακής της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς ακουγόταν το δίστιχο:
Μασκαράδες και πολίται,
στις Κολώνες να βρεθείτε!
που προσκαλούσε τους γλεντζέδες να βρεθούν την Καθαρή Δευτέρα στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Και τότε μασκαράδες και πολίτες εύχονταν:
Και του χρόνου καλύτερα!
Οι εφημερίδες γράφουν
Είχε επιτυχία η αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς; Δεν είχε; Οι εφημερίδες έγραψαν πολλά. Οι περισσότερες δηλαδή, γιατί υπήρξαν κι άλλες που απαξίωσαν το πανηγύρι με τηλεγραφικά κείμενα. Την καλύτερη αποτίμηση έκανε στη στήλη του ο ανεπανάληπτος Τζογές της «Βραδυνής».
Το μνημόσυνο!
Λοιπόν. Ξέρετε τι κάνανε χτες και προχτές οι Αθηναίοι στην Πλάκα και στου Ψυρρή; Δεν γιορτάσανε, κύριοι, τις απόκριες, δεν γιορτάσανε τα κάλλη της Πλάκας και του αλησμόνητου Ψυρρή, δεν ξανάζησε η Αθήνα μέσα στης Πλάκας τα στενά και κάτω από τα χαγιάτια. Δεν έγινε τίποτα το χαρμόσυνο. Ο,τι έγινε, έγινε με κλάμα, με πόνο, με παράπονο και πίκρα. Εγινε ένα μνημόσυνο της τεθνεούσης προ χρόνια Παλιάς Αθήνας. Οι καντάδες ήτανε μοιρολόγια και το κρασί που χύθηκε στα στόματά μας ήταν η «παρηγοριά». Το στόλισμα των χαγιατιών και οι χοροί, οι παλιοί οι ελληνικοί, ήτανε τα κόλλυβα. Η επιτροπή του Τουρισμού μας κάλεσε με τις μνημόσυνους προσκλήσεις της να παραστούμε ευαρεστούμενοι στο μνημόσυνο της αείμνηστης Παλιάς Αθήνας μας, την οποία τόσο προώρως επήρε ο χάρος του μοντερνισμού και ο Σπάθης ανέλαβε να μας τονίσει την επιμνημόσυνο δέηση, το «Τραγούδι της Αποκριάς», το οποίο κατασπάραξε την καρδιά μας χάρη στη μελωδία της μουσικής και μας έκανε κι αρρωστήσαμε χάρη στην αρλούμπα των στίχων της, οφειλομένων εις τον εμπνευσμένον μετα-ποιητήν κ. Χιλιαδάκην (!)
Επιμνημοσύνους ψαλμούς έψαλον πολλοί άλλοι Αθηναίοι, μεταξύ των οποίων και ο Ψυρριώτης Φλέτα κ. Πέτρος Επιτροπάκης:
Που ’σαι, μικρή Παλιά μου Αθήνα,
που ’χες θεό σου τη ρετσίνα
κι έκρυβε η γλάστρα δυο ματάκια
σαν άστρα
που πέταγαν φωτιές.
Που ’ν’ τα παλιά της Πλάκας κοριτσάκια
που σαν αφήναν το σκολειό,
τα ’βλεπες πίσω από τα κουρτινάκια
να κάθονται στον αργαλειό
και τα φαιδρά τους κι ασημένια γέλια
με μιαν ελπίδα τους γλυκιά
κι αυτά να πλέκουν εις τα κοπανέλια
στα φτωχικά τους τα προικιά.
Κι ύστερα ο άλλος σπαραχτικός επιμνημόσυνος ψαλμός της Πλάκας:
Χτίζουνε στα μπαλκόνια της
φωλιές τα χελιδόνια της
και πάνω από το Κάστρο της
τον Παρθενώνα έχει γι’ άστρο της.
Κι όταν σιγοψιχαλίζει
τα βασιλικά ποτίζει.
Ο Τζογές
Δημοσιεύτηκε στη «Στήλη του Τζογέ» τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1931.
Σημειώσεις
• Ο Στέλιος Χιλιαδάκης ήταν τμηματάρχης του Οργανισμού Τουρισμού, ο οποίος Οργανισμός μαζί με τον Δήμο Αθηναίων, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, Ψυρριώτες και Πλακιώτες αποτελούσαν το Κομιτάτο της Αποκριάς. Ο Χιλιαδάκης έγραψε τους στίχους του Τραγουδιού της Αποκριάς και μάνι μάνι τσίμπησε το βραβείο που ήταν 1.500 δραχμές. Καθόλου λίγα!
Οπως λέει ο Τζογές, εκείνο που άξιζε από το Τραγούδι της Αποκριάς ήταν η μελοποίηση που έκανε ο Θ. Σπάθης (καθώς και η εκτέλεση που έκανε η χορωδία υπό τη διεύθυνσή του). Αλλά σώζονται μόνο οι αρλούμπες των στίχων με τους άπραγους νιους και τις βαριές κληματαριές, που βέβαια χειμωνιάτικα δεν ήταν βαριές γιατί δεν είχαν ούτε φύλλα ούτε τσαμπιά.
• Ο Φλέτα ήταν Ισπανός τενόρος που είχε έρθει στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1931 και έδωσε ρεσιτάλ.
• Ο Πέτρος Επιτροπάκης ήταν τενόρος, γέννημα θρέμμα του Ψυρρή.
Ο ποιητής του κάρου
Της Πλάκας οι κρασοπατέρες
Η περίφημη ταβέρνα του Φάντη στην Πλάκα
Πηγή: tetysolou.wordpress.com