Το δημοψήφισμα είναι ενδεχομένως το μεγαλύτερο δημοκρατικό δικαίωμα. Σημαντικότερο και από τις εκλογές μιας και αποτελεί την επιτομή της άμεσης δημοκρατίας, όπου όλοι μας θα σταθούμε στον λόφο της Πνύκας και θα φωνάξουμε τα δικά μας βροντερά “ΝΑΙ” ή “ΌΧΙ”. Είναι τόσο σπουδαίο το δημοψήφισμα, είναι τόσο σημαντικό ως πολιτική λύση που το κρατούσαμε καλά φυλαγμένο στο πολιτικό συρτάρι για μία ξεχωριστή στιγμή. Και αποφασίσαμε ως έθνος (οι νόμιμα εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας δηλαδή) ότι αυτή η στιγμή είναι τώρα.
Κι ας πούμε ότι μπορώ να χωνέψω το ότι το δημοψήφισμα είναι χωρίς σαφές ερώτημα. Βασικά, όχι, δεν μπορώ να το χωνέψω γιατί δεν ξέρω ακόμα και μετά από 3 ημέρες από την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος σε τι λέω “ναι” και σε τι λέω “όχι”. Κι ας πούμε ότι μπορώ να χωνέψω την τόσο σύντομη διεξαγωγή του. Βασικά, όχι, δεν μπορώ να το χωνέψω. Οι Σκωτσέζοι είχαν 2 ολόκληρα χρόνια να συζητήσουν την ανεξαρτησία τους. Εμείς δεν θα μπορούσαμε να έχουμε 2 χρόνια αλλά θα ένιωθα υπέροχα αν από το Φλεβάρη ήξερα ότι στις 5 Ιουλίου θα έχω ένα δημοψήφισμα για να κρίνω τις όποιες μέχρι τότε ζυμώσεις. Ας πούμε λοιπόν ότι αναγκαστικά θα χωνέψω ότι πρέπει μέσα σε λίγες ημέρες να αποφασίσω το μέλλον της χώρας μου.
Δεν βλέπω όμως μπροστά μου, πίσω μου και γύρω μου ούτε έναν άνθρωπο αρκετά νηφάλιο ώστε να πάρει μια απόφαση. Ένας λαός εν θερμώ, ένας λαός οργισμένος αλλά κυριότερα ένας λαός φοβισμένος δεν μπορεί να αποφασίσει ανεπηρέαστος το μέλλον του. Και πρέπει και η μία πλευρά και η άλλη, να καταλάβουν, ότι ο φόβος δεν είναι και δεν πρέπει να είναι πολιτικό παιχνίδι.
Ο φόβος είναι ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια των πολιτικών, των MEDIA, στα χέρια κάθε μορφής εξουσίας. Χειραγωγώντας τον δημόσιο φόβο τα τελευταία χρόνια, οι κυβερνήσεις – εντός και εκτός συνόρων - έχουν κατορθώσει να περάσουν μέτρα και διατάξεις που δεν θα είχαν καμία τύχη σε άλλη χρονική συγκυρία.
Από την 11η Σεπτεμβρίου και το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους έχουμε την αναγέννηση του όρου “fear politics” αλλά όχι με τον παραδοσιακό τρόπο, όχι με τον τρόπο που ήθελε τους κατά χώρα δικτάτορες ή εξουσιαστές να χρησιμοποιούν τον φόβο για να ασκήσουν την επιβολή τους. Τα τελευταία χρόνια, η πολιτική του φόβου αναφέρεται σε έναν φόβο απροσδιόριστο, σε έναν φόβο που δεν μπορεί να οριστεί σε μία και μόνο συγκεκριμένη απειλή. Και ήταν μόλις λίγα τα χρόνια που πέρασαν για να περάσουμε από τον απροσδιόριστο φόβο απέναντι σε πάσης φύσης τρομοκράτη στον απροσδιόριστο φόβο της οικονομικής κρίσης.
Τι φοβόμαστε ακριβώς εδώ και 5 χρόνια στην Ελλάδα; Ότι θα χρεοκωπήσουμε; Ότι θα κουρευτούν οι καταθέσεις μας; Ότι θα μείνουμε χωρίς τρόφιμα; Ότι θα μας πάρει το κράτος τα λεφτά μας; Αυτός ο απροσδιόριστος φόβος είναι εν μέρει η αόριστη ατάκα του Τσίπρα (βασικά του Roosevelt): “Το μόνο που έχει να φοβηθεί ο ελληνικός λαός είναι ο φόβος”. Μόνο που ξέχασε να αναφέρει ο πρωθυπουργός της χώρας ότι τον ίδιο ακριβώς απροσδιόριστο φόβο που νιώθαμε ενόψει λιτότητας τα προηγούμενα χρόνια, νιώθουμε ενόψει λιτότητας και τώρα.
Το ίδιο με την λιτότητα του μνημονίου, φοβόμαστε και τη λιτότητα της επαναδιαπραγμάτευσης ή της δραχμής.
Σε μία ομιλία μου στο TEDx του Πανεπιστημίου Πειραιά στις αρχές Μαίου, έλεγα μεταξύ άλλων ότι ο ελληνικός λαός έμαθε να ζει με τον φόβο από το 2011 και μετά.
Η ομιλία είναι 18 λεπτών και αφορά τον ρόλο των media στην εποχή του φόβου, για όποιον θέλει να την δει ολόκληρη. Από το 12:33 και μετά είναι το κομμάτι για το δίπολο ευρώ ή δραχμή.
Ο λαός έμαθε λοιπόν με τα χρόνια, να μην χαμπαριάζει από τα deadline των Θεσμών και να μην τρομοκρατείται από όσα έλεγαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Στις αρχές του 2015 είχε αρχίσει πια να μην φοβάται την κρίση και εν μέρει γι' αυτό έδωσε την ψήφο του στον ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στο κλίμα της ελπίδας και της αλλαγής, ο λαός ένιωσε ελεύθερος και από το φόβο. Είναι ο ίδιος λαός που 6 μήνες αργότερα είναι όχι απλά φοβισμένος αλλά τρομοκρατημένος για την επόμενη ημέρα. Με ένα δίπολο ευρώ ή δραχμή που επέστρεψε για άλλη μια φορά μετά τις εκλογές του 2012, με τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα, με ένα δημοψήφισμα που νομίζω κανείς δεν ξέρει πόση ισχύ μπορεί να έχει τη Δευτέρα 6 Ιουλίου και κυρίως τι σημαίνει για τον κάθε έναν από εμάς.
Ο Benjamin Barber, ένας από τους εξέχοντες θεωρητικούς του fear politics, έγραφε πριν λίγα χρόνια για την τρομοκρατία: “Terrorism turns active citizens into fretful spectators. There is nothing more inductive to fear than inaction”. Και είναι αυτό ακριβώς που βλέπω τριγύρω μου αυτές τις ημέρες. Ανθρώπους να έχουν παραλύσει, να είναι απλοί παρατηρητές μίας κατάστασης που όχι απλά τους αφορά αλλά θα καθορίσει και την ζωή τους,. Ανθρώπους που αντιδρούν σπασμωδικά γεμίζοντας τα αυτοκίνητά τους με βενζίνη και στεκόμενοι επί ώρες στις ουρές των ΑΤΜ, σαν τον Ηλία.
Δεν φταίει κανένας πολίτης για το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή είναι φοβισμένος στο σπίτι ή τη δουλειά του. Δεν φταίει κανένας πολίτης για το ότι καλείται την ερχόμενη Κυριακή να αποφασίσει με το πιστόλι στον κρόταφο τι θα απογίνει. Δεν φταίει κανένας πολίτης που ζούμε πρωτόγνωρες για την ανοχή και τον πολιτισμό μας καταστάσεις. Και πρόσεξε, το πιστόλι στον κρόταφο δεν το κρατά μόνο ο Τσίπρας ή μόνο ο Γιούνγκερ. Το κρατούν και οι δύο.
Αυτή τη στιγμή, στο μυαλό του καθενός από εμάς, τα πάντα είναι φόβος. Το ευρώ με τη λιτότητα, η δραχμή με τη λιτότητα, η επόμενη ημέρα.
Και οφείλουμε εμείς ως δημοσιογράφοι, οφείλουμε εμείς ως media, να μην επιδεινώνουμε αλλά ούτε φυσικά να απαλύνουμε τον φόβο των πολιτών. Ο ρόλος των ΜΜΕ είναι να προωθούν τον κοινωνικό διάλογο και να κρατούν υπόλογους όσους προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον φόβο μας. Αλλά από ποια μεριά πρέπει να κρατάμε την ασπίδα αυτές τις μέρες;
Τι νηφάλιο να μεταδώσει το κάθε μέσο όταν το πολιτικό πινγκ πονγκ αυτές τις μέρες στην Ευρωζώνη θυμίζει κοκορομαχία ανδροπαρέας για το ποιος είναι καλύτερος στο Pro Evolution;
“Scare the opinion makers and they will scare everyone for you” έλεγε ο Barber και μέσα σε αυτή την ατάκα βλέπω κάθε έναν δημοσιογράφο καναλιού και εφημερίδας που έχει ανέβει σε αυτό το τρενάκι του φόβου. Κάθε έναν που είτε από φόβο και πανικό είτε κατευθυνόμενα επιλέγει να τρομάξει τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται.
Αν μπορούσες να δεις τους ανθρώπους γύρω μου, θα σου πω με φοβερή έπαρση ότι είμαι ο ψυχραιμότερος όλων. Όχι επειδή έχω κάποια καβάτζα ή κάτι τέτοιο. Είμαι πιο κοντά στο μπομπντυλανικό “if you got nothing, you got nothing to lose” από ό,τι στην άλλη μεριά. Αλλά ταυτόχρονα είμαι και οργισμένος. Γιατί δεν διανοούμαι η εκάστοτε κυβέρνηση, οι Ευρωπαίοι, ο Τσίπρας, ο Σαμαράς, ο Γιούνγκερ, εμείς οι ίδιοι, να φέραμε τον εαυτό μας στην σημερινή κατάσταση.
Θεωρώ αδιανόητο να μην μπορώ να σηκώσω τα όποια χρήματά μου, θεωρώ αδιανόητο να βλέπω τους δικούς μου ανθρώπους να μην ξέρουν τι να κάνουν, θεωρώ αδιανόητο να μην είμαι κύριος του εαυτού μου.
Και αν πριν λίγους μήνες χαμογέλαγα με τα instagram posts που έδειχναν τις παραλίες μας και τον ήλιο μας και έλεγαν ότι τουλάχιστον έχουμε αυτά, σήμερα απλά τσαντίζομαι. Τι θα τον κάνουμε τον ήλιο και την θάλασσα; Θα τα φάμε; Λυπάμαι μόνο τους υπέροχους στίχους του Ελύτη που καπηλεύονται τόσοι και τόσοι. “Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις”. Μόνο που όσοι το ποστάρουν, δεν αντιλαμβάνονται ότι ο βολεμένος, καλομαθημένος, εγωίσταρος Έλληνας του 2015 δεν αρκείται στο να ξαναφτιάξει τη χώρα. Για την ακρίβεια, όλα αυτά τα χρόνια που μπορούσε να ξαναφτιάξει τη χώρα, ήθελε και την ελιά και το αμπέλι και το καράβι, όλα δικά του.
Και είναι ο ίδιος άνθρωπος που καλείται, νηφάλιος, την ερχόμενη Κυριακή να ψηφίσει. Με λιγοστά λεφτά στην τσέπη γιατί τόσα κατάφερε να σηκώσει μέσα στο Σαββατοκύριακο του πανικού, με τα χρέη βουνό, γιατί εκεί έφτασαν τα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως με αδυναμία να εμπιστευτεί έστω έναν από τους ανθρώπους που τον κυβερνούν ή θέλουν να τον ξανακυβερνήσουν για την αξιοπιστία των λεγομένων τους. Προσωπικά, νιώθω ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανέναν τους.
Το δίπολο λοιπόν του φόβου, μας έχει οδηγήσει σε ένα σημείο μηδέν. Σε ένα σημείο που θα υπερισχύσει το τι φοβάσαι περισσότερο. Σε ένα σημείο που θα επιλέξεις πολιτικά εκείνη τη λύση που σου φαίνεται λιγότερο τρομακτική από τις δύο. Μπαμπούλας στο κουτί, μπαμπούλας και στην κουρτίνα 2.
Δυστυχώς, οι ίδιοι άνθρωποι που απήλλαξαν πριν λίγους μήνες τον κόσμο από τον φόβο, κατάφεραν σε τόσο μικρό διάστημα να τον ξαναφέρουν αντιμέτωπο με αυτόν.
O D. Paulson σημείωνε σε μία έρευνά του την περασμένη δεκαετία: “Many individuals feel now (2001) that they will never be safe again”. Μιλούσε για την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Πολύ φοβάμαι όμως ότι αυτό ισχύει και στο σημερινό παράδειγμα. Πολύ φοβάμαι ότι οι μέρες που διανύουμε θα αφήσουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους σε κάθε έναν από εμάς. Και θα μας γεμίσουν με ένα αίσθημα ανασφάλειας για τα χρόνια που θα έρθουν. Ανασφάλειας για τα χρήματά μας, για την ελεύθερη βούλησή μας, για την ανεξαρτησία μας.
Ένας φοβισμένος λαός όχι απλά δεν μπορεί να ψηφίσει. Ένας φοβισμένος λαός δεν μπορεί καν να ζήσει.
Χ
Πηγή: www.oneman.gr