Το Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου, που συγκαταλέγεται στα
σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας, ήταν ο
καταλύτης για να γιγαντωθεί το φιλελληνικό κίνημα, που ξεπέρασε τα όρια
της Ευρώπης και έφτασε μέχρι την Αμερική αλλά και την Ινδία!
Η
σημασία αυτού του διεθνούς κινήματος, που εμφανίστηκε, από τους πρώτους
μήνες της Επανάστασης, παρά τις διώξεις πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων,
αποδείχτηκε τεράστια, επειδή:
Συνετέλεσε,
οικονομικά και πολιτικά, στην επιτυχή κατάληξη της Επανάστασης του 1821
και ταυτόχρονα βοήθησε στη διάσωση των λιμοκτονούντων αμάχων.
Υπολογίζεται
ότι «με τα βοηθήματα που έστειλαν οι Φιλέλληνες, παρά τις συνηθισμένες
καταχρήσεις που έγιναν στην Ελλάδα, εσώθηκαν πάνω από 200 χιλ. Eλληνες,
που από την πείνα είχαν καταντήσει να τρέφουνται με βελανίδια, φλοιούς
από δένδρα και αγριάπιδα».1
Η
δυναμική του φιλελληνικού ρεύματος ήταν τέτοια, που ακόμα και στη Βιέννη
(του ορκισμένου εχθρού της Επανάστασης Μέτερνιχ) δεν μπόρεσαν μέχρι
τέλους να αρνηθούν την άδεια για τη διεξαγωγή εράνου, ενώ σχηματίστηκε
και φιλελληνικός σύλλογος, του οποίου προΐστατο ο Σίνας.
Τα ρεύματα και οι τάσεις
Δυστυχώς,
όμως, εκτός από ορισμένα εμβληματικά πρόσωπα (λόρδος Βύρων, Βίκτωρ
Ουγκό, Εϋνάρδος, Μάγερ κ.ά.) πολλοί άλλοι φιλέλληνες αφέθηκαν στη λήθη
των χρόνων, όπως και το κίνημα συμπαράστασης στους επαναστατημένους
Ελληνες.
Ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς2 διαχωρίζει το φιλελληνικό κίνημα στις εξής κατηγορίες:
1.
Το αυθόρμητο φιλελληνικό ρεύμα, που βασίζεται σε μια συμπάθεια προς
έναν καταπιεζόμενο λαό από την τουρκική βαρβαρότητα. Στην κατηγορία αυτή
ανήκαν μάζες από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, όπως ευγενείς,
ιερωμένοι, πανεπιστημιακοί καθηγητές κ.ά. Η κατηγορία αυτή άκμασε στην
Κεντρική Ευρώπη (Γερμανία, Ελβετία κ.α.) και βοήθησε τους Ελληνες ηθικά
και υλικά ώς ένα σημείο.
⒉ Οι
φιλέλληνες, που τάχθηκαν υπέρ της Ελλάδας από ιδεολογική συμπάθεια προς
τις εθνικοαπελευθερωτικές και αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Κατά τον
Βουρνά αυτή ήταν «η πιο πολυάριθμη και πιο ενδιαφέρουσα κατηγορία
φιλελλήνων», την οποία υποδιαιρεί σε δύο κλάδους: α) τους διαφωτισμένους
ανθρώπους, όπως είναι οι Γάλλοι δημοκράτες, επίγονοι του 1789, οι
Γερμανοί φοιτητές με επικεφαλής τον περίφημο καθηγητή Φρειδερίκο Τιρς
(Θείρσιο), οι Ιταλοί Καρμπονάροι κ.λπ., που δεν δίστασαν να ενισχύσουν
την Ελληνική Επανάσταση ακόμα και με μέσα που θεωρούνταν παράνομα στις
χώρες τους και β) αυτούς που επεδίωξαν να μετάσχουν στη μάχη για την
ελευθερία, παίρνοντας μέρος στα ένοπλα γεγονότα στο πλευρό του ελληνικού
λαού.
⒊ Το φιλελληνικό
ρεύμα, με τυχοδιωκτικό χαρακτήρα. Αυτό το ρεύμα εκπροσωπήθηκε από
ανθρώπους αποτυχημένους στη χώρα τους που ζητούσαν μοίρα στον ήλιο της
Ελλάδας και κάποιους «φιλέλληνες» από το τραπεζικό κεφάλαιο της Αγγλίας
και άλλων χωρών της Δύσης, που είδαν την Ελληνική Επανάσταση σαν
συμφέρουσα οικονομική επιχείρηση.
Ερανος στην Καλκούτα
Χαρακτηριστικό
της παγκόσμιας απήχησης του φιλελληνικού κινήματος είναι ότι ακόμα και
στη μακρινή Καλκούτα της Ινδίας συγκροτήθηκε «φιλελληνικός Σύνδεσμος»,
με μέλη πολλούς Ινδούς, ο οποίος διοργάνωσε, πιθανόν το 1824, έρανο υπέρ
του Αγώνα.
Πιθανόν στο πλαίσιο του εράνου
διοργανώθηκε και μια γιορτή «για τα θαλασσινά ελληνικά κατορθώματα»,
στην οποία πήραν μέρος και προσέφεραν γενναία ποσά και Κινέζοι έμποροι.3
Συνολικά,
ο σύνδεσμος της Καλκούτας συγκέντρωσε 2.200 λίρες Αγγλίας, τα οποία
εστάλησαν στο Λονδίνο και τέθηκαν στη διάθεση των Ελλήνων αντιπροσώπων,
που βρίσκονταν εκεί για τη διαπραγμάτευση των «δανείων της
ανεξαρτησίας».
Μια ανάλογη γιορτή γνωρίζουμε
ότι έγινε, την ίδια χρονιά, στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ είχαν γίνει
πολλοί έρανοι, μετά την έκκληση που είχε κάνει η ηρωίδα Μαντώ
Μαυρογένους προς τις Αμερικανίδες, και στάλθηκαν πάρα πολλά εφόδια σε
ρουχισμό και τρόφιμα, κυρίως για τον άμαχο πληθυσμό, που τη διανομή τους
είχε αναλάβει, σε ταξίδι του στην Ελλάδα, ο μεγάλος φιλέλληνας γιατρός
Σαμουήλ Χάου.
Εβραίοι και μουσουλμάνοι
Στη
γιορτή, στη Βαλτιμόρη, στεφανώθηκε ο ανδριάντας του Μάρκου Μπότσαρη,
ενώ γύρω μαζί με τα σύμβολα της ελευθερίας και τα ελληνικά τρόπαια ήταν η
επιγραφή «Ubis libertas, ibi patria» («όπου [υπάρχει] ελευθερία, εκεί
[είναι η] πατρίδα»).
Κατά τον Σταματόπουλο, η
πιο συγκινητική και απροσδόκητη κίνηση έγινε από τον Ραβίνο της
Βεστφαλίας Ελβίγκ, που αποδείχτηκε ο μόνος από τους θρησκευτικούς
αρχηγούς (και χριστιανών ακόμα), που ενδιαφέρθηκε για τα παθήματα των
Ελλήνων.
Ο Ραβίνος εξέδωσε μια προκήρυξη,
στην οποία αναγραφόταν μια περικοπή των λόγων του προφήτη Μαλαχία και με
αυτήν καλούσε τους Ισραηλίτες να δώσουν τις συνδρομές τους για τους
μαχόμενους Ελληνες, γράφοντας: «Ποίος Ισραηλίτης δύναται να αναγνώση τα παθήματα των Ελλήνων και να μη χύση πικρά δάκρυα;»4
Τέλος,
αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία ενός μουσουλμάνου ανάμεσα στους
φιλέλληνες, που ήρθαν να πολεμήσουν στην Ελλάδα. Ηταν ο Αιγύπτιος
Δαβουσσί, που ανήκε στην περίφημη ίλη των Μαμελούκων του Ναπολέοντα και
την ιστορία του διαβάζουμε στο έργο του Μπ. Αννινου.
Μετά
το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων, ο Δαβουσσί αποστρατεύτηκε και πήγε
στην πατρίδα του για να τακτοποιήσει κάποια κληρονομικά θέματα. Ομως, οι
αντίδικοί του ήταν εύποροι, δωροδόκησαν τον πασά και αυτός συνέλαβε και
διέταξε να ξυλοκοπηθεί αγρίως ο πρώην Μαμελούκος. Από τότε τον κατέλαβε
μίσος κατά των μουσουλμάνων και από την Γαλλία, όπου είχε επιστρέψει
μετά την περιπέτειά του, έσπευσε από τους πρώτους ν’ αγωνιστεί στο
πλευρό των Ελλήνων.
Ο Δαβουσσί πήρε μέρος
στην ατυχή Μάχη του Πέτα (1822), πολέμησε ηρωικά, σκότωσε όσους εχθρούς
μπόρεσε και έπεσε νεκρός, διάτρητος από πληγές. Σύμφωνα με τον Αννινο,
οι φιλέλληνες που σκοτώθηκαν σε μάχες ή παρέμειναν και πέθαναν μετά το
τέλος του πολέμου στην Ελλάδα ήταν 286, οι περισσότεροι Γερμανοί (121).
Ακολουθούν οι Γάλλοι (56) και οι Ιταλοί (50), Ελβετοί 11, Αγγλοι 10,
Δανοί 8, Κορσικανοί 7, Πολωνοί 5, Αυστριακοί 4, Σουηδοί και Σκοτσέζοι
από 3, Ισπανοί 2 και από ένας Πορτογάλος, Ούγγρος, Ιρλανδός, Βέλγος,
Ολλανδός και Αμερικανός.
Βεβαίως υπήρχαν και
πολλοί άλλοι, που ήρθαν για ένα διάστημα στην Ελλάδα, πολέμησαν και
έφυγαν πριν τελειώσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις ή αμέσως μετά το τέλος
τους, αλλά δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί στοιχεία γι’ αυτούς.
Οι Γερμανοί
Από
τους πρωτοπόρους του φιλελληνικού κινήματος ήταν ο Γερμανός φιλόσοφος
Κρουγγ (Κrug) από τη Λιψία, που εξέδωσε φυλλάδιο υποστηρίζοντας ότι οι
Ελληνες δεν ήταν στασιαστές, όπως τους κατηγορούσαν, αλλά ο σουλτάνος
ήταν σφετεριστής της εξουσίας. Και καλούσε τους Γερμανούς να ιδρύσουν
«κομιτάτα» και να κάνουν εράνους.
Η σαξονική
κυβέρνηση απαγόρευσε την ίδρυση φιλελληνικών σωματείων και κατηγόρησε
τον Κρουγγ για τη στήριξη των επαναστατημένων Ελλήνων αλλά εκείνος
κυκλοφόρησε και άλλες διατριβές για να υποστηρίξει ότι οι Ελληνες δεν
ήταν Καμπονάροι, ούτε Γιακωβίνοι, αλλά αγωνίζονταν για την εθνική
ελευθερία τους.
Τις ίδιες δυσχέρειες, τον
ίδιο καιρό, αντιμετώπισε και ο καθηγητής Θείρσιος στο Μόναχο, με τα
φιλελληνικά του άρθρα. Ομως η αστυνομία και η λογοκρισία τον ανάγκασαν
να σταματήσει, πράγμα που άλλαξε όταν πέθανε ο Μαξιμιλιανός Α΄ και τον
διαδέχτηκε ο Λουδοβίκος Α΄, πατέρας του Οθωνα.
Παρά
την ανασταλτική αντίδραση, με τις επεμβάσεις της Αυστρίας, στα
συντηρητικά γερμανικά κρατίδια, πολλά φιλελληνικά δημοσιεύματα Γάλλων
και Αγγλων μεταφράστηκαν στα Γερμανικά, προκαλώντας κύμα συμπάθειας σε
αγρότες και λαϊκά στρώματα στην Αυστρία και στη Βαυαρία. Ηταν τέτοια η
φόρτιση, που οι Γερμανίδες ακολούθησαν τις Γαλλίδες στην ένδυση με
φορέματα σαν της Μπουμπουλίνας.
Σε γιορτές
πολλοί μεταμφιέζονταν σε παλληκάρια και Σουλιώτες, οι μαθητές στα
τετράδιά τους είχαν φωτογραφίες του Μάρκου Μπότσαρη και των πυρπολητών,
που είχαν στις προθήκες τους και τα χαρτοπωλεία, και στις συναυλίες
ακούγονταν με ενθουσιασμό ελληνικά τραγούδια και φιλελληνικά ποιήματα.5
Οπως
γράφει και ο Τ. Βουρνάς, από τους φιλέλληνες ο ελληνικός λαός τιμά τους
πραγματικούς αγωνιστές της ελευθερίας του και δεν ξεχνά τις θυσίες
τους. Η αδέκαστη όμως ιστορία έχει χρέος να ξεχωρίσει εκείνους που
πραγματικά θυσιάστηκαν από εκείνους που εκμεταλλεύτηκαν για προσωπικό
όφελος τον ελληνικό λαό και τους αγώνες του.
Σημειώσεις:
1. Τάκης Α. Σταματόπουλος, «Ο εσωτερικός αγώνας», εκδόσεις Κάλβος, τόμος Δ΄, σσ. 127-128.
2. Τάσος Βουρνάς, «Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας», Εκδόσεις Πατάκη, τόμος Α΄, σσ. 95, 97.
3. Μπάμπης Αννινος, «Οι Φιλέλληνες του 1821», Αθήνα 1925, σσ. 190 και 207.
4. Τάκης Α. Σταματόπουλος, ό.π, τόμος Γ΄, σ. 286.
5. Τάκης Α. Σταματόπουλος, ό.π, τόμος Δ΄, σσ. 119-120.