Ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν ο πρώτος σταθμός της θύελλας και το πρώτο εργαστήριο της μετάλλαξης του έθνους και της κοινωνίας. Ήταν ένας πόλεμος του εικοστού αιώνα, από εκείνους που καμιά πτυχή της κοινωνίας δεν αφήνουν αλώβητη. Γενική επιστράτευση ανθρώπων, οικονομίας, θεσμών και μηχανισμών. Και διάχυτη έντονη συλλογική εμπειρία. Ένα σχολείο καινοτομιών που από μόνο του ανέτρεπε τις προπολεμικές παγιωμένες καταστάσεις και συνήθειες. Μια ανατρεπτική διαδικασία. Και από αυτή την εμπειρία ξεκινά ουσιαστικά η ιστορία μας.
Οι αλλαγές που ο πόλεμος προκάλεσε άρχιζαν από την κορυφή. Η τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία βρέθηκε στη θέση του συντονιστή μιας γιγαντιαίας προσπάθειας που αφορούσε το σύνολο των πόρων και των δυνάμεων του έθνους. Οι βιομηχανικές μονάδες της χώρας, από τα υφάσματα ως τα μηχανουργεία και από τις μονάδες τροφίμων ως τα είδη εμαγιέ, στρατεύθηκαν για την παραγωγή των ειδών που ο πόλεμος απαιτούσε. Ακόμα και το πιο απλό είδος, τα πέταλα των αλόγων για παράδειγμα, ήταν κρίσιμο στους καιρούς εκείνους και η επάρκειά του, η παραγωγή του απαιτούσε μια κεντρική πρόβλεψη έναν ακριβή σχεδιασμό, μια προσεκτική κατανομή των πρώτων υλών και των καθηκόντων. Η ιδέα του συγκεντρωτικού κράτους και της κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας είχε τονιστεί ιδιαίτερα στην περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, που ήθελε τον εαυτό του πιστό αντίγραφο των κορπορατιστικών - φασιστικών καθεστώτων. Ο πόλεμος υλοποίησε αυτές τις προσδοκίες με τρόπο φυσικά απρόσμενο και ξένο προς τις καθεστωτικές προθέσεις. Εκείνο όμως που η κοινωνία διδάχθηκε μέσα στις συγκυρίες αυτές ήταν ο συντονισμός και η πειθαρχία σε σχέδια και αποφάσεις που οδηγούσαν από κάπου ψηλά την ενιαία, συλλογική προσπάθεια.
Αυτός ο συντονισμός ξεπερνούσε συχνά τις δυνατότητες και του πιο συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού. Στην ύπαιθρο, για παράδειγμα, όπου η επίταξη περισσότερων από 200.000 κτηνών και η επιστράτευση των ανδρών έκανε προβληματική τη συνέχιση των αγροτικών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Πολλές κοινότητες χρειάστηκε να ανακαλύψουν νέους τρόπους συνεργασίας ανάμεσα στα εναπομείναντα μέλη τους, νέους τρόπους αλληλοϋποστήριξης και καταμερισμού των εργασιών.Η ομαδική εργασία έγινε συχνά κανόνας και η επικοινωνία των ανθρώπων πήρε διαστάσεις που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί λίγους μήνες πριν. Και επιπλέον πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των δραστήριων μελών της κοινωνίας και διασπάρθηκαν οι αρμοδιότητες και οι επιδεξιότητες. Οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά και οι γυναίκες μοιράστηκαν τις εργασίες που οι επιστρατευμένοι άνδρες άφησαν πίσω τους. Η εμπειρία αυτή μετέβαλε τους αγροτικούς μικρόκοσμους. Εισήγαγε μεγαλύτερα ποσοστά του πληθυσμού στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Μπορούμε να μιλήσουμε για ενοποίηση των τοπικών αυτών κοινωνιών αλλά και για εκδημοκρατισμό τους. Για διεύρυνση δηλαδή του κάτω τμήματος της τοπικής ιεραρχίας και τη συμμετοχή περιθωριακών ως τότε ομάδων στα κοινά.
Στις πόλεις ακόμα, μέσα από την πρωτόγνωρη αυστηρή πειθάρχηση σε κανόνες πολέμου κοινούς σε όλους τους ανθρώπους, η αίσθηση συμμετοχής σε μια κοινή περιπέτεια, σε κοινούς κινδύνους, σ' έναν αναγκαίο συντονισμό έμαθε τους ανθρώπους να λειτουργούν σαν ομάδες, πέρα από οποιονδήποτε κρατικό καταναγκασμό. Η ώρα της συσκότισης ήταν απ' όλους σεβαστή, ειδικά όταν στον ουρανό ακουγόταν το απειλητικό βουητό των αεροπλάνων. Ο ήχος της σειρήνας ή της καμπάνας έφερνε μαζί του μηνύματα προφανή, που αφορούσαν το σύνολο των ανθρώπων. Η οργάνωση των ατομικών κινήσεων και επιλογών με άξονα γενικότερα ΄δεδομένα έγινε ισχυρή κοινή αντίληψη.
Η διάρθρωση του στρατού συγκροτούσε έναν επιπλέον χώρο ανάδειξης του συλλογικού. Η επιστράτευση γινόταν σε τοπική, γεωγραφική βάση και οι μονάδες που έφθαναν στο μέτωπο ήταν συγκροτημένες συνήθως από ανθρώπους που κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Σε πολλές περιπτώσεις, στα συντάγματα ή στα τάγματα, γνωρίζονταν οι φαντάροι αναμεταξύ τους από τον καιρό της ειρήνης κιόλας. Αποτελούσαν ένα τμήμα, ένα απόσπασμα της τοπικής κοινωνίας και η εμβάπτισή τους στη σκληρή, συλλογική πολεμική περιπέτεια έφτιαχνε δεσμούς που είχαν άμεσο αντίκτυπο στις κοινότητες που άφησαν πίσω τους. Στο μέτωπο και στα μετόπισθεν η ελληνική κοινωνίας περνούσε μέσα από διεργασίες ενοποίησης.
Κοινοί κίνδυνοι, κοινή αντιμετώπιση τους, σπάσιμο του καθημερινού, των ασχολιών του καιρού της ειρήνης, έξοδος σε δραστηριότητες καινοφανείς, εμπειρίες στην επιβίωση, στον πόλεμο, στα όπλα. Ένα πολύμορφο εργαστήριο θα τολμούσαμε να πούμε, προπαρασκευαστικό για την πολυκύμαντη συνέχεια. Όλες αυτές οι εμπειρίες μάθαιναν στους ανθρώπους να υποδέχονται το καινούργιο, την αλλαγή, να την εφευρίσκουν όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Πόσοι προπολεμικοί δεσμοί, ιεραρχίες, ανάγκες, προτεραιότητες δεν έσπασαν μέσα σ' αυτό το ολοένα και πιο επικίνδυνο περιβάλλον. Πολύμορφοι φόβοι, ανησυχίες, ενθουσιασμοί και ελπίδες συνέπαιρναν τους ανθρώπους δίνοντας διαστάσεις ξένες ως τότε στη ζωή τους. Από τους έξι αυτούς πολεμικούς μήνες της Αλβανίας άρχισε να κτίζεται η διαθεσιμότητα των πολλών για συμμετοχή στο ιστορικό γίγνεσθαι. Στον γύρω τους κόσμο σε τελευταία ανάλυση, που, όμως, ήταν τόσο ενοποιητικά και ριζοσπαστικά ισχυρός. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε, θα λέγαμε, χωρίς δισταγμό, ότι το πιο σημαντικό μάθημα αυτού του σχολείου των εμπειριών θα ονομαστεί ο θάνατος, το τέλος του καθημερινού, του προβλέψιμου, του επαναλαμβανόμενου στην κλίμακα της ανθρώπινης ζωής. Γι' αυτό και η μνήμη των παλαιών κυριαρχείται τόσο έντονα από αυτές τις εμπειρίες.
Στα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας βάθαιναν αυτές οι διεργασίες. Ο χώρος είχε τον πρώτο λόγο εδώ. Οι λεκάνες, οι στενές κοιλάδες που σχηματίζονται ανάμεσα στους θεόρατους ορεινούς όγκους αποτελούσαν μικρογραφίες κόσμων ολόκληρων και η ανθρώπινη δραστηριότητα και παρουσία τις γέμιζε έντονα, συχνά ασφυκτικά. Ταυτόχρονα, οι κλίσεις του εδάφους έκαναν την κίνηση σύνθετη, γεμάτη μαιάνδρους και πισωγυρίσματα, και μάκραιναν τις αποστάσεις, κάνοντας την αίσθηση της απώλειας και της απομόνωσης ισχυρή. Οι γύρω ορίζοντες στενοί, κυριαρχούσαν από ψηλά στους χώρους και το μάτι μεγέθυνε τις προσιτές εμπειρίες , τα όσα συνέβαιναν στην οθόνη της απέναντι πλαγιάς. Τίποτα πιο πέρα. Οι λόχοι των 150 -200 ανθρώπων και των ανάλογων και απαραίτητων ζώων μπορούσαν στις συνθήκες αυτές να λειτουργήσουν όπως σε άλλες συνθήκες θα λειτουργούσαν συντάγματα, να απλωθούν σε κάθε πτυχή και γωνιά του ορατού περίγυρου και να γεμίσουν τον στενό μικρόκοσμο του κάθε περάσματος, κάθε κοιλάδας, κάθε χωριού. Εκεί που ολόκληρος στρατός πολεμούσε, τα δικαιώματα του στενού ανθρώπινου κύκλου, στα όρια της παρέας, της συντροφιάς, της παλιάς συμμορίας, αναδεικνύονταν με τον πιο ισχυρό τρόπο. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος εκεί δεν έγινε ποτέ μια απρόσωπη, αποξενωτική δραστηριότητα.
Τις
Τις μικρές αυτές ενότητες τις χώριζαν εκτεταμένοι ορεινοί όγκοι όπου δέσποζαν με το ύψος τους αναρίθμητες κορυφές. Για να τις διασχίσει κανείς στον καιρό της ειρήνης έπρεπε να ακολουθήσει τις στενωπούς, τον ρου των ποταμών ή να αναρριχηθεί στα μεταξύ τους διάσελα, σε εντυπωσιακό κι αυτά υψόμετρο. Στον καιρό του πολέμου δεν έφθανε αυτό. Η κίνηση γινόταν αδύνατη χωρίς τον έλεγχο των κορυφών, των πιο ψηλών σημείων. Ελάχιστοι αντίπαλοι, σκαρφαλωμένοι σ' αυτές με κάποιο αυτόματο όπλο, μπορούσαν να ακινητοποιήσουν πολλαπλάσιους εχθρούς στις κάτω διαβάσεις. Αυτά τα υψόμετρα, αυτές οι κορυφές ήταν στον αλβανικό πόλεμο το μήλον της Έριδος ανάμεσα στους αντιπάλους. Οι αναμεταξύ τους μικρόκοσμοι, τα χωριά, τα περιβόλια τους, οι κοιλάδες και τα διάσελα ήταν τα μικρά, αλλά και τόσο αποφασιστικά έπαθλα της αναμέτρησης αυτής.
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες το "πολλοί" ή το "λίγοι" δεν είχε παρά σχετική σημασία. Οι μικρόκοσμοι των βουνών μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι όταν ο μεγάλος αριθμός κυριαρχούσε σ' αυτούς. Ο εφοδιασμός δεν μπορούσε να ακολουθήσει αποτελεσματικά μέσα από τις δύσκολες υποχρεωτικές διαδρομές του, ενώ η υπερβολική πυκνότητα των στρατευμάτων αύξανε δυσανάλογα τις απώλειες στις εκτεθειμένες κοιλάδες ή στις στενές κορυφές. Η χρυσή τομή επιβλήθηκε από τα πράγματα. Ο πόλεμος της Αλβανίας ήταν πόλεμος των μικρών μονάδων, των διμοιριών, των λόχων, σπανιότερα των ταγμάτων. Το πυροβολικό σκαρφάλωνε σε ουλαμούς των δύο πυροβόλων, πολύ σπάνια μια πυροβολαρχία βρισκόταν συγκεντρωμένη. Σε ελάχιστες περιπτώσεις στις συνθήκες αυτές έγιναν μάχες από εκείνες που τα εγχειρίδια των στρατιωτικών προβλέπουν. Με πυρά φραγμού, με κυλιόμενη βολή που να οδηγεί τις εφόδους των συνταγμάτων. Η χειροβομβίδα και η λόγχη έδιναν τις λύσεις. Και φυσικά οι στρατιώτες μάθαιναν τον πόλεμο στη μικρή διάσταση, την περίπου προσωπική αναμέτρηση.
Μια από τις πλέον κρίσιμες αναμετρήσεις του πολέμου, η αντεπίθεση που οδήγησε στην ανακατάληψη της Γκραμπάλας και στο σταμάτημα της ιταλικής προέλασης προς τα Ιωάννινα, ήταν υπόθεση ενός ενισχυμένου λόχου με μία διμοιρία πολυβόλων για υποστήριξη. Υπόθεση 250 ως 300 ανθρώπων δηλαδή. Στην άλλη μεριά των οροσειρών, στην περιοχή της Φούρκας, η πεισματική σύγκρουση της κορυφής Τσούκας ήταν υπόθεση δύο λόχων, ενός ελληνικού και ενός ιταλικού. Πολλούς μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1941, όταν οι δυνάμεις των αντιπάλων στο αλβανικό μέτωπο έφθαναν πλέον τους εκατοντάδες χιλιάδες πολεμιστές, η έκβαση των συγκρούσεων παρέμενε ακόμα υπόθεση μικρών σχηματισμών. Στην εαρινή επίθεση των Ιταλών, στον πιο κρίσιμο τομέα, στα υψώματα 731 και 717, η έκβαση των είκοσι περίπου επιθέσεων και αντεπιθέσεων κρίθηκε από αναμετρήσεις λόχων και ουλαμών, χωρίς ποτέ η συνολική δύναμη των εμπλεκομένων να υπερβαίνει τα δύο τάγματα την ημέρα. Σ' αυτόν τον πόλεμο ο πολλαπλασιασμός των μαχόμενων σήμαινε τον πολλαπλασιασμό των μικρών αναμετρήσεων, ακριβώς όπως η μορφολογία της περιοχής κατακερμάτιζε το χώρο σε πλήθος μικρές ενότητες. Σ' αυτές, το κάθε τάγμα, λόχος ή διμοιρία μπορούσαν να δώσουν τη δική τους αυτόνομη μάχη.
Για τη δύσκολη περίοδο που θα ακολουθούσε αυτή η εξάμηνη εμπειρία είχε τη δική της αξία. Από τη μια ήταν η πεποίθηση των ανθρώπων που την έζησαν ότι μπορούσαν να κινηθούν ανεξάρτητοι και αυτόνομοι και στις πλέον αντίξοοες συνθήκες. Να επιλύσουν, αυτοί και ο μικρός κύκλος των γνωστών τους, και πιο δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα. Δεν έγιναν περισσότερο θαρραλέοι ή ανδρείοι, επειδή οι λέξεις αυτές ελάχιστα ως τίποτα σημαίνουν. Έμαθαν όμως να παίρνουν πρωτοβουλίες, να μετέχουν σε όσα άμεσα τους αφορούν, να αυτοσχεδιάζουν, να ενεργούν. Να κρίνουν, με άλλα λόγια. Ο μικρός τους πόλεμος, πέρα από πλούσιες αναμνήσεις, τους άφησε και ιδιόμορφα εφόδια για τη συνέχεια.
Από το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη Από την ήττα στην εξέγερση. Ελλάδα: Άνοιξη 1941 - Φθινόπωρο 1942. Εκδόσεις ο Πολίτης, Αθήνα 1993
Επειδή το βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένο και δυσεύρετο , ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να μάθει σχετικά με αυτήν την περίοδο μπορεί να διαβάσει το άλλο βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη, Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
Η σχέση ανάμεσα στα δύο βιβλία είναι ότι ο Γιώργος Μαργαρίτης δούλεψε σχεδόν από την αρχή το παλιό βιβλίο και δημιούργησε ένα νέο, με πολλές αλλαγές.
«Σε αυτή, τη νέα του μορφή, ίσως ετούτο το πόνημα μπορεί να εκληφθεί ως εισαγωγή σε μια ιστορία της Αντίστασης, ή μάλλον σε μια ιστορία της Ελλάδας στα δραματικά χρόνια της κατοχής και του πολέμου. Οι ιδέες που αναπτύσσονται σε αυτό, μπορεί να συμβάλουν στη διατύπωση ερμηνευτικών σχημάτων για τις εξελίξεις και τα γεγονότα της περιόδου. Για το λόγο αυτό, άλλαξε και ο τίτλος στο εξώφυλλο» αναφέρει ο συγγραφέας στο σημείωμα που προτάσσει και έχει τον τίτλο «Για τον Άγγελο». Πρόκειται για τον Άγγελο Ελεφάντη, εκδότη του περιοδικού Ο Πολίτης, με παραίνεση του οποίου δημιουργήθηκε το πρώτο βιβλίο. Το νέο αυτό βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
*Ο πίνακας του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη
Πηγή: ofisofi.blogspot.com